σαρκικός

σαρκικός
η , ό[ν] плотский, чувственный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σαρκικός" в других словарях:

  • σαρκικός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκικός — ή, ό / σαρκικός, ή, όν, ΝΜΑ [σάρξ, σαρκός] 1. αυτός που αποτελείται από σάρκα, ο σάρκινος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σάρκα, δηλαδή στην υλική υπόσταση τού ανθρώπου, σε αντιδιαστολή προς το πνεύμα και την ψυχή, ο σωματικός (α. «σαρκικός …   Dictionary of Greek

  • σαρκικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αναφέρεται στη σάρκα. 2. υλικός: Σαρκικές απολαύσεις. – Σαρκική μείξη. 3. «σαρκικό φρόνημα», ροπή προς την αμαρτία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σαρκικά — σαρκικός neut nom/voc/acc pl σαρκικά̱ , σαρκικός fem nom/voc/acc dual σαρκικά̱ , σαρκικός fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκικώτερον — σαρκικός adverbial comp σαρκικός masc acc comp sg σαρκικός neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκικῶν — σαρκικός fem gen pl σαρκικός masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκικόν — σαρκικός masc acc sg σαρκικός neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκικαῖς — σαρκικός fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκικαί — σαρκικός fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκικοῖς — σαρκικός masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαρκικοί — σαρκικός masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»